- γαρμπής
- ο(λ. αραβ.), ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο λίβας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαρμπής — ο 1. νοτιοδυτικός άνεμος 2. δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ. < (αραβ.) gαrbi «δυτικός». Η λ. πέρασε στην Ελληνική πιθ. μέσω τής βενετσιάνικης και τής ισπανικής ναυτικής γλώσσας (gαrbin)] … Dictionary of Greek
γαρμπινός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον γαρμπή 2. το ουδ. ως ουσ. το γαρμπινό ο σιγανός γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαρμπής ή < ιταλ. garbino. Ο τονισμός αναλογικά προς τα βορεινός, νοτινός κ.λπ.] … Dictionary of Greek
οστριαγάρμπης — και οστρογάρμπης, ο ο νοτιοδυτικός άνεμος, λιβόνοτος, λίβας μαζί και γαρμπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρια + γαρμπής] … Dictionary of Greek
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek
νοτιοδυτικός — ή, ό 1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται στο μεταξύ νότου και δύσης σημείο τού ορίζοντα 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το παραπάνω σημείο τού ορίζοντα, ο λίβας ή γαρμπής. επίρρ... νοτιοδυτικούς και ά προς το νοτιοδυτικό σημείο τού… … Dictionary of Greek
πουνεντογάρμπης — και πονεντογάρμπης και μπουνεντογάρμπης, ο, Ν 1. νοτιοδυτικός άνεμος, λιβοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πουνεντογάρμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουνέντες + γαρμπής «νοτιοδυτικός άνεμος»] … Dictionary of Greek
ИОНА ГАРБИС — Преподобномученики Неофит и Иона Гарбис. Фрагмент иконы «Липсийские мученики». XX в. (мон рь ап. Иоанна Богослова на о ве Патмос) Преподобномученики Неофит и Иона Гарбис. Фрагмент иконы «Липсийские мученики». XX в. (мон рь ап. Иоанна Богослова на … Православная энциклопедия